YIOULA IOANNOU PATSALIDOU- FAMGUSTA, CYPRUS 2020

POEM  RECORDING OF YIOULA IOANNOU PATSALIDOU

(CLICK THE LINK BELOW TO VIEW)

WIN_20200919_010305

 

Poem by ELENI TYRIMOU

Η πόλη μου

 

Recording by Elena Karayiann

(CLICK LINK BELOW TO VIEW) 

https://archive.org/details/vid-20200916-153624

 

BY VASILIS VASILAKKA FOR 100TPC CYPRUS ORGANIZER YIOULA IOANNOU PATSALIDOU.

____________________

Αμμόχωστος μου έρωτα στον νουν τζιαι στήν καρκιάν μου

Τζιαν είσαι σήμερα βουβή τζιαι μίλια μακριά μου

Ερωτευμένοι θα ‘μαστε ως την στερνή πνοήν μου

Γιατ’είσαι το πιο όμορφο κομμάτι της ζωής μου.

Τρίτοι μας εχωρίσασιν

Οι δρόμοι μας εκλείσασιν στράτες τζιαι μονοπάτια

Τζιαι τρέχουν πέντε ποταμοί τα γαλανά σου μμάδκια.

‘Εν οι καμοί αβάσταχτοι που νιώθω μες στα στήθη

Γιατ’έσιεις για γλεπάτουρον,του βάρβαρου τα στήφη.

Εβάλαν δεσμοφύλακες κάμνουν ο,τι μπορούσιν

Τζιεν ‘φήνουν τους κατοίκους σου

εσσω τους να στραφούσιν.

Οι στράτες που δκιανέφκουμουν σήμερα γερημώσαν

Με φιδκια τζιαι με τρωχτικά 0ύλλες τους εγεμώσαν.

Εινταλος εγινήκασιν θωρώτες τζιαι δακρύζω

Τζειαμαί που ήταν μάλλιν μου σήμερα εν τες ρίζω.

Εγίνεις πόλη φάντασμα σκέφτομαι σε τζιαι κλαίω

Γιατ’έν’ σβηστάτα φώτα σου Κένεντυ τζιαί Ακταίον .

Ούτε στην γλώσσαν περπατώ τες πέτρες ν’αγναντεφκω

Στες εκδηλώσεις δκιώ γυρόν

Εν κάθομαι στο Φάληρον

Τζιαι με το κλάμα φεύκω.

Όσος είναι ο άμμος σου τόσοι Τζιαι οι καμοί μου

Του πλάστη χάρη του ζητώ

Λεύτερην να σε ξαναδώ

Πριχού βκει η ψυσιήμου.

Επέρασεν πολλής τζιαιρός εκόντεψεν η ώρα

Κοντά σου να γυρίσουμεν

Τζιαι να σε αναστήσουμε πόλη του Ευαγόρα….

 

 

ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ   ΓΙΟΥΛΑ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΑΤΣΑΛΙΔΟΥ

Στο προαύλιο της γνώσης ψηλαφώ

αναμνήσεις της ανεμελιάς μου

κι΄ο ευκάλυπτος ο άγρυπνος φρουρός

στα καρδιοχτύπια τα δειλά μου

αποτινάσσει το πένθος του ο ορφανός

θροίζοντας τα φύλλα με προυπαντίζει.

Γόνε του θυμού της αδικίας,

γόνε του διωγμού και της πικρίας,

σαν να ήταν η ψυχή σου ένα χαρτί

σβήσε τα αμέτρητα γιατί.

Για τα εγκλωβισμένα όνειρα σου κλάψε

και την επιστροφή σου τώρα ψάξε.

Μου ψιθυρίζει κι΄ύστερα δακρύζει.

Οι αρχαίοι μου πατέρες με οργή

αποζητούνε την χαμένη περηφάνια

και μέσα απ΄του εχθρού την φυλακή

θρηνούν για της φυλής τους την κατάντια.

Στη Σαλαμίνα κύμα δροσερό

να προδίδει τα καμώματα ντροπής μας

με ένα φλοίσβο μοιρολόι γοερό

στον Ευαγόρα τον πατέρα οδηγητή μας.

Της γενιάς μου απερισκεψία και ορφάνια

το ένδοξο χαρίζει παρελθόν

λάφυρο μιας ανάξιας περηφάνιας

στο βάρβαρο το χέρι το εχθρικό.

 

 

POEM BY DEMETRIOS GOGAS

ΑΙΩΝΙΑ ΠΟΛΗ ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ, ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 

1

Ελάχιστο χρόνο μετά τον θρήνο των ανθρώπων

και τον άδικο ξεριζωμό απ΄ τα κοκκινοχώματα

συνάχθηκαν οι ασώματοι, σαν σε κρυφό σχολειό

να πενθήσουν των άλλων τις ψυχές,

που τις είπανε αγνοούμενους στα ενωμένα σημεία των εθνών,

τους ονομάσανε πρόσφυγες

και στις έννομες πράξεις και τα συγχωροχάρτια εκτοπισμένους.

Στον ίδιο τους τον έρημο τόπο.

Τέτοια πράματα, τέτοιες λογής του μέτρου αποκοτιές.

2

Και σένα χωμένη βαθιά στην άμμο, σε βαφτίσανε κοιμώμενη, αιώνια πόλη.

Πλην εμού, ναι πλην εμένα, εξοστράκισέ με, που δεν σε γνώρισα.

Δεν σε αναγνώρισα, τόσο ξακουστή που ήσουν!

«Οι συγκυρίες της άθλιας ζωής» ψιθύρισα.

Ξένος εστί, εν τη Κύπρο ξένος!

3

Και τότε, πριν ακουστεί το λάλημα τρις,

φανήκαν από τα πάνω διαζώματα του κάστρου,

οι βασιλείς και οι αρχιτέκτονες,

οι κυβερνήτες και οι περισπούδαστοι της αυλής.

Ο Ονήσιλος, οι Πτολεμαίοι, η Αρσινόη, ο Τεύκρος και η Θεοδώρα.

Κι άνοιξαν το μαινόμενο κιτάπι της ιστορίας,

να δούνε στους χρόνους της σιωπής,

γραμμένη την πόλη και στον μέλλοντα και στον εξακολουθητικό,

όπου η σκουριά και η εγκατάλειψη θα είχαν τον πρώτο λόγο.

Ξωπίσω,

ο Χριστόφορος Μόρος και το αιματοβαμμένο σκήνωμα του Μάρκου Αντωνίου,

κρατώντας τις κούφιες συμφωνίες σφικτά στις νεκρές του παλάμες.

Και δεν βρήκανε αποδείξεις και υπογραφές

και αγαλλίασε το πνεύμα και το σώμα αναθάρρησε,

στις νεκρές ώρες και τις άλαλες μέρες των ασήμαντων.

Και ύψωσαν τα χέρια στον γλαυκό ουρανό

και ένωσαν αδελφικά τους δείκτες ως τον πικρό παράδεισο.

4

Κι ήταν πολλοί, ως οι κόκκοι της ακροθαλασσιάς

κι έβρεχε κίβδηλα κι αληθινά δάκρυα, που σχημάτισαν δυο ποταμούς,

πλημμύρισαν το πλήθος της πόλης κι έλιωσαν την.

Κι ήρθαν από τον βορρά και από τα παράλια της άλλης πατρίδας

τόσοι πολλοί που ύψωσαν συρματοπλέγματα και τείχη,

κολόνες και φράκτες, σίδερα κι άλλες λογής ανθρώπινες δουλείες.

Και γίνηκαν άδεια τα σπίτια, κενοί οι δρόμοι,

αφημένες αναμνήσεις στους τοίχους,

πορτραίτα συναισθημάτων αιωρούμενα,

παραθύρια κλειστά, γαντζωμένες μορφές στις κουρτίνες,

τρίμματα φωτογραφιών, θρυμματισμένες καρδιές

και χρόνιους επισκέπτες τα φίδια και τα ερπετά

και θλιβερούς ημισελήνους.

 

Αφέθηκαν ακυοφόρητες οι πορτοκαλιές,

αγέννητες οι λεμονιές

και η άμμος να χρυσίζει όσο ποτέ άλλοτε.

Κούρνιασαν τα ηλιοβασιλέματα πίσω από τις εκκλησιές,

οι συνειδήσεις έτειναν προς τη λήθη,

στάχτη οι αλήθειες, μαρμάρωσε το σήμερα και το μέλλον στα σχολειά,

κι ανέγγιχτο ήδη προκαταβλήθηκε ως παρελθόν.

Σφουγγάρια γινήκαν οι ακρογιαλιές της.

5

Κι έμεινε μισό αιώνα,

κι ήταν ως μεγάλος αιώνας στη μικρότητα του κόσμου,

στέρεα η καρδιά και άτεγκτοι οι πνεύμονες.

Τι να έγινε η ρώμη εκείνων των ανδρών

και των αμούστακων αγοριών του Ευαγόρα;

Μήπως σκιές αζήτητες στα παζάρια των λαών,

αναφωνώντας μοναχά ένα μαρτυρικό τετέλεσται;

6

Αμμόχωστος: Μην αδικείς τον κόσμο, καθώς σε αδίκησε.

Δεν έμαθε ποτέ του κόρη μου, τι κακό σου έκαμε!

Και σου οφείλει τον νόστο για συγχώρεση!

 

cyprus poetry

 

 

This entry was posted in Famagusta. Bookmark the permalink.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *